- λύτρωση
- ηη σωτηρία, η απελευθέρωση, ο λυτρωμός: Η λύτρωση του λαού από τον κατακτητή.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λύτρωση — Βλ. λ. απολύτρωση. * * * η (AM λύτρωσις, έως) [λυτρώνω] απαλλαγή από κακό, απολύτρωση, λυτρωμός, σωτηρία («καὶ ἐποίησε λύτρωσιν τῷ λαῷ αὐτοῡ», ΚΔ) μσν. αρχ. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων («καὶ λύτρωσιν αἰχμαλώτων», Πλούτ.) αρχ. 1. η… … Dictionary of Greek
λυτρώση — λύτρωσις ransoming fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρώσῃ — λυτρώσηι , λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυτρώσηι — λύτρωσις ransoming fem dat sg (epic) λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj mid 2nd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom aor subj act 3rd sg λυτρώσῃ , λυτρόω release on receipt of a ransom fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… … Dictionary of Greek
Γκέτε, Γιόχαν Βόλφγκανγκ φον- — (Johann Wolfgang von Goethe, Φρανκφούρτη 1749 – Βαϊμάρη 1832). Γερμανός ποιητής. Γιος του αυτοκρατορικού συμβούλου Γιόχαν Κάσπαρ, ανθρώπου αυστηρού με ουμανιστικά ενδιαφέροντα, και της Καταρίνα Ελίζαμπετ Τέξτορ, σπούδασε νομικά στη Λειψία, όπου… … Dictionary of Greek
σωτηρία — η 1. η απαλλαγή από κάποιο κακό, λύτρωση, γλιτωμός, σώσιμο. 2. φρ., «η σωτηρία της ψυχής», η λύτρωση από την αμαρτία· «σανίδα σωτηρίας», βοήθεια που σώζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Χριστός — I (από το χρίω, μετάφραση του εβραϊκού μασιά = ο κεχρισμένος, ο μεσσίας). Τίτλος που δίνεται στον Ιησού. Με τον Απόστολο Παύλο ο όρος πήρε διπλή σημασία: χωρίς άρθρο έγινε δεύτερο κύριο όνομα, Ιησούς Χριστός, και αναφέρεται στην προσωπικότητά του … Dictionary of Greek
άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον … Dictionary of Greek
αντίλυτρον — ἀντίλυτρον, το (AM) αυτό που δίνεται αντί λύτρων, αντίτιμο για τη λύτρωση («Ἰησοῡς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» ΚΔ) αρχ. το αντίδοτο … Dictionary of Greek